- φιγουράρω
- φιγουράρισα1. αμτβ., κάνω φιγούρα (βλ. λ.), κάνω εντύπωση, προκαλώ εντυπώσεις: Η φωτογραφία του φιγουράρει στην πρώτη σελίδα του περιοδικού.2. εμφανίζομαι επιδεικτικά, επιδείχνομαι, φαντάζω: Φιγουράρει για σπουδαίος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.