φιγουράρω

φιγουράρω
φιγουράρισα
1. αμτβ., κάνω φιγούρα (βλ. λ.), κάνω εντύπωση, προκαλώ εντυπώσεις: Η φωτογραφία του φιγουράρει στην πρώτη σελίδα του περιοδικού.
2. εμφανίζομαι επιδεικτικά, επιδείχνομαι, φαντάζω: Φιγουράρει για σπουδαίος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιγουράρω — φιγουράρω, φιγουράρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιγουράρω — Ν 1. προκαλώ εντύπωση, φαντάζω 2. κάνω φιγούρα, επιδεικνύομαι 3. φαίνομαι, εμφανίζομαι («η φωτογραφία της φιγουράρει σ όλα τα λαϊκά περιοδικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figurare «φαίνομαι, φαντάζω» (< figura, πρβλ. φιγούρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”